Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012
Ο άνθρωπος που φύτευε δέντρα
Ο άνθρωπος που φύτευε δέντρα - Μια αφήγηση του Jean Giono
Πριν πολλά χρόνια ξεκίνησα για μια πεζοπορία σε μια περιοχή εντελώς άγνωστη στους ταξιδιώτες, ψηλά στις Άλπεις, σε βουνά που εισχωρούν στη Προβηγγία. Το ταξίδι ξεκίνησε σε αυτά τα γυμνά ύψη, σε έναν τόπο μονότονο και χέρσο, χίλια διακόσια με χίλια τετρακόσια μέτρα υψόμετρο Μόνο άγρια λεβάντα μεγάλωνε εκεί. Διέσχιζα αυτή την περιοχή και αφότου περπάτησα τρεις μέρες, βρέθηκα σε ένα τοπίο χαμένο, θλιμμένο, πέρα από κάθε λόγια. Κατασκήνωσα δίπλα στα απομεινάρια ενός εγκαταλελειμμένου χωριού. Την προηγουμένη τα αποθέματα νερού μου είχαν τελειώσει και έπρεπε να βρω κι άλλο.
Ο θύλακας των σπιτιών, αν και ερειπωμένος, μου θύμιζε γέρικη σφηκοφωλιά, με έκανε να σκεφτώ ότι κάποτε υπήρχε εδώ μια πηγή ή ένα πηγάδι. Υπήρχε πράγματι μια πηγή, αλλά ήταν ξερή. Τα σπίτια χωρίς σκεπή, δαρμένα από τον αέρα και τη βροχή, το εκκλησάκι με το διαλυμένο καμπαναριό, στέκονταν στη σειρά όπως τα σπίτια και οι εκκλησίες σε ένα ζωντανό χωριό, όμως, απ' αυτό το μέρος είχε χαθεί κάθε ίχνος ζωής. Ήταν μια ηλιόλουστη, χωρίς σύννεφα ημέρα του Ιουνίου αλλά πάνω σε αυτά τα γυμνά ύψη, λυσσομανούσε ένας άγριος, ανυπόφορος άνεμος. Τα γρυλίσματα του μέσα από τα κουφάρια των σπιτιών, ακούγονταν σαν ενός άγριου θεριού που ενοχλείται την ώρα που τρώει το θήραμά του. Έπρεπε να μετακινηθώ. Μετά από πέντε ώρες περπάτημα, δεν είχα βρει ακόμα νερό και δεν μπορούσα να δω τίποτα που να μου έδινε ελπίδα ότι θα έβρισκα. Παντού συναντούσα τη ίδια ξηρασία, τα ίδια ξυλώδη χορτάρια. Μακριά κάτι πήρε το μάτι μου. Το πέρασα για τη σκιά ενός μοναχικού δέντρου. Όπως και νά’χε το πράγμα, αποφάσισα να κατευθυνθώ προς τα εκεί. Ήταν ένας βοσκός. Δίπλα του, πάνω στο καυτό χώμα ξεκουράζονταν καμιά τριανταριά πρόβατα. Με άφησε να πιω από το παγούρι του και πρόσχαρα με οδήγησε στο μαντρί, σε μια κοιλότητα του υψιπέδου. Τράβηξε νερό – εξαιρετικό- από ένα βαθύ πηγάδι πάνω στο οποίο είχε εγκαταστήσει έναν απλό εργάτη. Ο άνδρας μιλούσε λίγο. Συχνά οι άνθρωποι που ζουν μόνοι είναι έτσι, αλλά αυτός έβγαζε αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Όλα αυτά ήταν λίγο περίεργα μέσα στο απογυμνωμένο τοπίο. Δεν ζούσε σε καλύβα αλλά σε σπίτι κανονικό, πέτρινο. Οι τοίχοι μαρτυρούσαν ότι με τον κόπο του είχε επισκευάσει το αλλοτινό ερείπιο. Η σκεπή του σπιτιού ήταν γερή και αδιάβροχη. Ο άνεμος χτυπούσε στα κεραμίδια της ηχούσε σαν τη θάλασσα στην ακροθαλασσιά. Μέσα ήταν συγυρισμένο, το πάτωμα σκουπισμένο, το όπλο λαδωμένο, η σούπα σιγόβραζε στη φωτιά. Παρατήρησα ότι ήταν φρεσκοξυρισμένος, και πως όλα τα κουμπιά του γερά ραμμένα, τα ρούχα μπαλωμένα με τη σχολαστική φροντίδα που κάνει το μαντάρισμα αόρατο. Μοιράστηκε τη σούπα του μαζί μου. Όταν του πρόσφερα λίγο από τον καπνό της ταμπακέρας μου, μου απάντησε ότι δεν κάπνιζε. Το σκυλί ήσυχο σαν το αφεντικό του ήταν φιλικό χωρίς να είναι δουλικό. Είχαμε συμφωνήσει ότι θα περνούσα τη νύχτα εκεί. Το επόμενο χωριό απείχε περισσότερο από μιάμιση μέρα δρόμου. Τα χωριά σε αυτή την περιοχή ήταν λίγα και γνώριζα πολύ καλά πώς ήταν. Τέσσερα- πέντε από αυτά ήταν σκορπισμένα στις πλαγιές αυτών των υψιπέδων στην άκρη των επαρχιακών χωματόδρομων, πλαισιωμένα από θάμνους πουρναριών. Κατοικούνταν από ξυλοκόπους που έφτιαχναν με το ξύλο τους κάρβουνα. Ζούσαν φτωχικά. Οι οικογένειες στοιβαγμένες η μια δίπλα στην άλλη σε ένα κλίμα εξαιρετικά δύσκολο, καλοκαίρι και χειμώνα, με τη βιοπάλη να γίνεται ακόμα πιο πικρή λόγω της απομόνωσης. Δεν υπήρχε τρόπος ανακούφισης. Η διαρκής αναζήτηση ενός τρόπου διαφυγής είχε γίνει μια τρελή φιλοδοξία. Αδιάκοπα, οι άνδρες μετέφεραν τα κάρβουνα στην πόλη και επέστρεφαν. Ακόμα και οι πιο σταθεροί χαρακτήρες έσπαγαν με αυτό το συνεχές πηγαινέλα. Οι γυναίκες έσπερναν μνησικακίες, ανταγωνισμός υπήρχε για τα πάντα, για την πώληση του κάρβουνου, για τους πάγκους στην εκκλησία, ανταγωνισμός στις αρετές, ανταγωνισμός στα ελαττώματα. Η μάχη μεταξύ της αρετής και της ακολασίας μαινόταν συνεχώς. Επιπλέον ήταν αυτός ο άνεμος, διαρκώς παρών, που τους τσάκιζε τα νεύρα. Υπήρξε μια επιδημία αυτοκτονιών, και πολλά κρούσματα τρέλας, που κατέληγαν σχεδόν πάντα σε φόνο. Ο βοσκός, που δεν κάπνιζε, σηκώθηκε να φέρει ένα μικρό σακί και άδειασε πάνω στο τραπέζι βελανίδια. Άρχισε να τα παρατηρεί με πολλή προσοχή, ένα-ένα, ξεχωρίζοντας τα καλά από τα σκάρτα. Έκατσα, καπνίζοντας την πίπα μου. Προσφέρθηκα να βοηθήσω αλλά μου είπε ότι ήταν δικιά του δουλειά. Και πράγματι, βλέποντας με πόση προσοχή έκανε τη δουλειά του δεν επέμεινα. Αυτή ήταν η μοναδική φορά που μιλήσαμε. Αφού έβαλε στη άκρη αρκετά καλά βελανίδια, τα ξεχώρισε σε στοίβες των δέκα. Καθώς έκανε αυτή τη δουλειά, τα παρατηρούσε από κοντά και πέταγε τα πιο μικρά ή αυτά που ήταν ελαφρά ραγισμένα. Όταν μπροστά του μαζεύτηκε μια εκατοστή τέλεια βελανίδια, σταμάτησε το ξεδιάλεγμα και πήγαμε για ύπνο. Η παρέα αυτού του ανθρώπου μου προσέφερε ένα έντονο αίσθημα ηρεμίας. Το επόμενο πρωί, τον ρώτησα αν μπορούσα να παραμείνω σπίτι του για να ξεκουραστώ όλη μέρα. Το βρήκε φυσιολογικό ή για να είμαι πιο ακριβής μου έδωσε την εντύπωση ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον ενοχλήσει. Αυτή η ξεκούραση δεν μου ήταν και πολύ αναγκαία αλλά ήθελα να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν. Έβγαλε τα ζώα του απ’ το μαντρί και τα οδήγησε στο βοσκοτόπι τους. Πριν φύγει, μούλιασε σε νερό το μικρό σακούλι με τα βελανίδια που τόσο προσεκτικά διάλεξε και μέτρησε. Παρατήρησα οτι για μπαστούνι είχε ένα μεταλλικό ραβδί παχύ όσο ο αντίχειράς του και γύρω στο ενάμισι μέτρο μήκος. Βγήκα σαν κάποιος που πάει για περίπατο, ακολουθώντας παράλληλη πορεία με εκείνον. Το βοσκοτόπι βρίσκονταν στο βάθος μιας μικρής κοιλάδας. Άφησε το κοπάδι υπό την επίβλεψη του σκύλου κι ανέβηκε πρoς το σημείο όπου στεκόμουν. Φοβήθηκα πως έρχεται να μου παραπονεθεί για την αδιακρισία μου, αλλά κάθε άλλο: Ήταν ο δρόμος του και με προσκάλεσε μαζί του, αν δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Συνέχισε διακόσια μέτρα ακόμα ψηλά στο λόφο. Φτάνοντας στο μέρος που πήγαινε, άρχισε να χτυπά το μεταλλικό ραβδί του στο έδαφος. Έκανε μια τρύπα στην οποία τοποθέτησε ένα βελανίδι, κι έπειτα τη σκέπασε ξανά. Φύτευε βελανιδιές. Τον ρώτησα αν του άνηκε η γη. Μου απάντησε πως όχι. Ήξερε ποιανού ήταν; Δεν ήξερε. Υπέθετε οτι ήταν δημόσια έκταση, ή ίσως οτι άνηκε σε ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονταν γι' αυτή; Ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν να μάθει ποιοί ήταν οι ιδιοκτήτες. Με αυτόν τον τρόπο φύτεψε τα εκατό του βελανίδια με πολύ μεγάλη φροντίδα. Μετά το μεσημεριανό, άρχισε ξανά να διαλέγει τα βελανίδια του. Πρέπει, πιστεύω, να είχα αρκετή επιμονή στις ερωτήσεις μου, γιατί μου τις απάντησε. Τρία χρόνια τώρα φύτευε δέντρα σ' αυτή την ερημιά. Είχε φυτέψει εκατό χιλιάδες. Από τις εκατό, οι είκοσι χιλιάδες είχαν πιάσει. Από αυτές τις είκοσι χιλιάδες, υπολόγιζε να χάσει ακόμα τα μισά, από τα τρωκτικά ή από ό,τι άλλο είναι αδύνατο να προβλέψεις από τα σχέδια της Θείας πρόνοιας. Έτσι έμεναν δέκα χιλιάδες βελανιδιές που θα μεγάλωναν σε αυτό το μέρος, εκεί που πριν δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν εκείνη η στιγμή που άρχισα να αναρωτιέμαι για την ηλικία αυτού του άντρα. Ήταν σίγουρα πάνω από πενήντα ετών. Πενήντα πέντε, μου είπε. Τον έλεγαν Elzéard Bouffier. Είχε μια φάρμα στις πεδιάδες. Είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκεί. Είχε χάσει τον μοναχογιό του, και έπειτα τη γυναίκα του. Είχε αποσυρθεί σε αυτή την απομόνωση, όπου απολάμβανε το να ζει αργά, μαζί με τα πρόβατα και το σκύλο του. Είχε καταλήξει στο οτι αυτή η περιοχή είχε μεγάλη ανάγκη από δέντρα. Πρόσθεσε οτι καθώς δεν είχε τίποτα σημαντικό να κάνει, αποφάσισε να δώσει λύση σε αυτήν την κατάσταση. Η νιότη μου με ανάγκασε να φανταστώ το μέλλον με τους δικούς μου όρους, και μέσα σε αυτούς την αναζήτηση της ευτυχίας. Του είπα οτι σε τριάντα χρόνια, οι δέκα χιλιάδες βελανιδιές του θα είναι υπέροχες να τις βλέπεις. Μου απάντησε πολύ απλά οτι, αν ο Θεός του έδινε ζωή, σε τριάντα χρόνια θα είχε φυτέψει τόσες ακόμα που αυτές οι δέκα χιλιάδες θα ήταν σαν σταγόνα στον ωκεανό. Μελετούσε ήδη την αναπαραγωγή των οξιών και είχε κοντά στο σπίτι του ένα φυτώριο γεμάτο με σπορόφυτα. Τα μικρά φυντανάκια που προστάτευε από τα πρόβατά του, μεγάλωναν υπέροχα. Σκεφτόταν επίσης να μπουν σημύδες στα κατώτερα σημεία των κοιλάδων όπου, μου είπε, κάποια σχετική υγρασία υπήρχε μερικά μόλις μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Χωριστήκαμε την επόμενη μέρα. Τον επόμενο χρόνο ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, στον οποίο στρατολογήθηκα για πέντε χρόνια. Ένας στρατιώτης πεζικού δεν είχε χρόνο να σκεφτεί για δέντρα. Με τον πόλεμο πλέον παρελθόν, βρέθηκα με ένα μικρό επίδομα αποστράτευσης αλλά με μεγάλη επιθυμία να αναπνεύσω λίγο καθαρό αέρα. Χωρίς άλλη προκαθορισμένη σκέψη πέρα από αυτή, πήρα ξανά στο μονοπάτι που περνούσε μεσα από αυτήν την ερημωμένη χώρα. Το μέρος δεν είχε αλλάξει. Παρ'όλα αυτά, πέρα από το νεκρό χωριό αντιλήφθηκα στο βάθος κάτι σαν γκρι ομίχλη να καλύπτει τους λόφους σαν χαλί. Από την προηγούμενη μέρα είχα αρχίσει να σκέφτομαι το βοσκό που φύτευε δέντρα. "Δέκα χιλιάδες βελανιδιές, έλεγα στον εαυτό μου, πρέπει να πιάνουν πραγματικά πολύ χώρο." Είχα δει πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν σε αυτά τα πέντε χρόνια, οπότε δε μου φαινόταν δύσκολο να φανταστώ το θάνατο του Elzéard Bouffier, ειδικά αφού ένας εικοσάχρονος θεωρεί οτι οι πενηντάρηδες είναι γέροι που δεν τους μένει άλλο από το να πεθάνουν. Δεν είχε πεθάνει. Είχε αλλάξει επάγγελμα. Είχε μόνο τέσσερα πρόβατα τώρα, αλλά για να τα αναπληρώσει είχε περίπου εκατό μελίσσια. Είχε ξεφορτωθεί τα πρόβατα γιατί απειλούσαν τη σοδειά του. Ο πόλεμος δεν τον άγγιξε καθόλου. Είχε συνεχίσει γαλήνια με το φύτεμά του. Οι βελανιδιές του 1910 ήταν τώρα δέκα ετών και ψηλότερες από εμένα και αυτόν. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό. Είχα μείνει κυριολεκτικά άφωνος και καθώς εκείνος δε μιλούσε καθόλου, περάσαμε όλη την ημέρα στη σιωπή, τριγυρίζοντας στο δάσος του. Χωριζόταν σε τρία τμήματα, έντεκα χιλιόμετρα σε μήκος και τρία χιλιόμετρα στο πλατύτερο σημείο του. Δεδομένου οτι όλα αυτά δημιουργήθηκαν από τα χέρια και την ψυχή αυτού του μοναδικού ανθρώπου - χωρίς τεχνικά μέσα - είναι ξεκάθαρο οτι ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι τόσο αποτελεσματικός όσο ο Θεός και σε άλλους τομείς εκτός από την καταστροφή. Είχε ακολουθήσει την ιδέα του, και οι οξιές που μου έφταναν στους ώμους και χάνονταν στον ορίζοντα, ήταν μάρτυρες αυτού. Οι βελανιδιές μεγάλωναν πυκνά και είχαν ξεπεράσει το στάδιο που βρίσκονταν στο έλεος των τρωκτικών.. ..όσο για τα σχέδια της Θείας πρόνοιας, το να καταστραφεί το έργο που είχε δημιουργηθεί, θα απαιτούσε έναν κυκλώνα στο εξής. Μου έδειξε αξιοθαύμαστα σημεία με σημύδες που χρονολογούνταν πέντε χρόνια πριν, σαν να λέμε από το 1915, από την εποχή που πολεμούσα στο Verdun. Τις είχε κάνει να πιάσουν όλα τα χαμηλά μέρη των κοιλάδων, όπου είχε σωστά προβλέψει οτι υπήρχε νερό κοντά στην επιφάνεια της γης. Ήταν τρυφερές σαν νεαρά κορίτσια και πολύ αποφασισμένες. Ο αέρας, επιπλέον, δούλευε αλυσιδωτά για το έργο. Δεν είχε δυσκολευτεί γι' αυτό... Συνέχιζε επίμονα το καθήκον του, με απλότητα. Αλλά, γυρνώντας κάτω στο χωριό, είδα νερό να τρέχει στα ρυάκια τα οποία, από όσο θυμόμουν, ήταν από πάντα ξερά. Ήταν η πιο απίστευτη αναγέννηση που μου είχε δείξει. Σε αυτά τα ξεραμένα ρυάκια άλλοτε έτρεχε νερό πάλι, σε πολύ αρχαίους χρόνους. Κάποια από τα θλιβερά χωριά για τα οποία μίλησα στην αρχή της αφήγησής μου ήταν χτισμένα πάνω σε αρχαία γαλλο-ρωμαϊκά χωριά, των οποίων ακόμα υπήρχαν ίχνη. Κάποιες αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν εκεί είχαν φέρει στο φως αγκίστρια σε μέρη που στον εικοστό αιώνα έπρεπε να έχουν δεξαμενές για να έχουν λίγο νερό. Ο άνεμος έκανε κι αυτός τη δουλειά του, σκορπώντας τους σπόρους. Καθώς το νερό εμφανίστηκε και πάλι, εμφανίστηκαν και ιτιές, λυγαριές, ..., κήποι, λουλούδια, και ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής. Αλλά η αλλαγή έγινε τόσο σταδιακά που θεωρήθηκε δεδομένη, χωρίς να προκαλέσει έκπληξη. Οι κυνηγοί που σκαρφάλωναν τους λόφους ψάχνοντας λαγούς ή αγριογούρουνα είχαν προσέξει την εξάπλωση των μικρών δέντρων, αλλά το είχαν αποδώσει στην φυσική μοχθηρία της γης. Αυτός είναι ο λόγος που κανείς δεν άγγιξε το έργο αυτού του ανθρώπου. Αν τον υποψιάζονταν, θα είχαν προσπαθήσει να τον αποθαρρύνουν. Αλλά δεν τον υποψιάστηκαν ποτέ. Ποιος χωρικός ή αξιωματούχος θα μπορούσε να φανταστεί οτι θα μπορούσε κανείς να δείξει τέτοια επιμονή στη γενναιοδωρία του; Από το 1920 δεν άφησα πάνω από ένα χρόνο χωρίς να κάνω επίσκεψη στον Elzéard Bouffier. Ποτέ δεν τον είδα να διστάζει ή να αμφιβάλλει. Ωστόσο μόνο ο Θεός ξέρει αν Εκείνος έχει βάλει το χέρι Του! Δε μίλησα καθόλου για τις απογοητεύσεις του, αλλά μπορείτε εύκολα να φανταστείτε, οτι για ένα τέτοιο επίτευγμα, έπρεπε να υπερνικήσει την αντιξοότητα του νικήσει ένα τέτοιο πάθος, έπρεπε να παλέψει με την απογοήτευση. Για να έχει κάποιος μια πραγματική εικόνα αυτού του εξαιρετικού χαρακτήρα, δεν πρέπει να ξεχνά οτι δούλευε σε απόλυτη μοναχικότητα τόσο απόλυτη που κοντά στο τέλος της ζωής του, έχασε το συνήθειο της ομιλίας. Ή ίσως δεν έβρισκε τη χρησιμότητά της. Το 1933 τον επισκέφτηκε ένας έκπληκτος δασοφύλακας. Ο αξιωματούχος τον διέταξε να σταματήσει να ανάβει φωτιές έξω, διότι φοβόταν οτι έθετε σε κίνδυνο αυτό το φυσικό δάσος. Είναι η πρώτη φορά, του είπε ο αφελής άντρας, που παρατηρείται δάσος να αναπτύσσεται εντελώς από μόνο του. Το 1935 μια πραγματική διοικητική επιτροπή πήγε να εξετάσει αυτό το "φυσικό δάσος". Είχε έρθει ένα εξέχον πρόσωπο των Υδάτων και των Δασών, ένας βουλευτής και κάποιοι τεχνικοί. Πολλά άχρηστα λόγια ειπώθηκαν. Αποφασίστηκε να γίνει κάτι. αλλά ευτυχώς τίποτα δεν έγινε, εκτός από το μόνο χρήσιμο πράγμα: να τεθεί το δάσος υπό την προστασία του Κράτους και να απαγορευτεί η εξόρυξη του κάρβουνου. Καθώς ήταν αδύνατον να μην μαγευτεί κανείς από την ομορφιά αυτών των νεαρών και υγιών δέντρων. Και το δάσος άσκησε τη σαγηνευτική γοητεία του και στον ίδιο τον βουλευτή. Είχα ένα φίλο που ήταν μέλος του αρχηγείου των δασονόμων που ήταν στην επιτροπή. Του εξήγησα το μυστήριο. Την επόμενη βδομάδα πήγαμε μαζί να βρούμε τον Elzéard Bouffier. Τον βρήκαμε να δουλεύει σκληρά, 20χλμ μακρία από το σημείο που έγινε η επιθεώρηση. Ο δασονόμος δεν ήταν τυχαία φίλος μου. Καταλάβαινε την αξία των πραγμάτων. Προσέφερα μερικά αυγά που είχα φέρει μαζί μου ως δώρο. Μοιράσαμε το κολατσιό στα τρία και περάσαμε αρκετές ώρες ατενίζοντας σιωπηλά το τοπίο. Η πλαγιά που βρισκόμασταν ήταν καλυμένη με δέντρα, 6 με 7 μέτρα σε ύψος. Θυμήθηκα την όψη του τοπίου το 1913 : μια έρημος... Η ήρεμη και σταθερή εργασία,ο καθαρός αέρας του βουνού,η λιτοτητα και πάνω απ΄όλα γαλήνη της ψυχής του είχαν χαρίσει σ' αυτον τον ηλικιωμένο άντρα καλή υγεία. Ήταν ένας αθλητής του Θεού. Αναρωτήθηκα πόσα ακόμα εκτάρια είχε να καλύψει με δέντρα ακόμα. Πρίν φύγουμε, ο φίλος μου έκανε μια απλή πρόταση όσον αφορά στα είδη των δέντρων που θα ταίριαζαν ιδιαίτερα με το έδαφος. Δεν επέμενε.Αργότερα μου είπε: "Επειδή αυτός ο άνθρωπος ξέρει περισσότερα γι' αυτά απ' οτι εγώ." Μετά μια ώρα περπάτημα και με τη σκέψη αυτή να τον συνοδεύει, πρόσθεσε: « Ξέρει πολλά περισσότερα γι' αυτά από τον καθένα - και βρήκε έναν υπέροχο τρόπο να είναι ευτυχίσμένος !» Χάρη σ' αυτον το δασονόμο λοιπόν το δάσος προστατευόταν, και μαζί μ' αυτο, κι η ευτυχία αυτού του ανθρώπου. Το δάσος δεν διέτρεξε κάποιο σοβαρό κίνδυνο, εκτός από την περίοδο του πολέμου το 1939. Έπειτα τ΄αυτοκίνητα κινούνταν με ξυλόπνευμα, και δεν υπήρχε ποτέ αρκετό ξύλο. Άρχισαν να κόβουν μερικές από τις βελανιδιές το 1910 αλλά το δάσος ήταν τόσο μακριά από κάποιο βολικό δρόμο ώστε η επιχείρηση αποδείχθηκε κακή επένδυση. Εγκαταλείφθηκε. Ο βοσκός δεν ήξερε τίποτα γι' αυτό.Βρισκόταν 30χλμ μακριά, συνεχίζοντας γαλήνια το έργο του, τόσο ανενόχλητος από το δεύτερο πόλεμο, όσο κι απ' τον πρώτο. Είδα για τελευταία φορά τον Elzéard Bouffier τον Ιούνιο του 1945. Τότε ήταν 87 ετών.Είχα ξεκινήσει ακόμη μια φορά την εξόρμηση μου στις ερημιές, για να διαπιστώσω πως τώρα, παρά το μακελειό που άφησε ο πόλεμος υπήρχε ένα λεωφορείο που διέτρεχε την περιοχή μεταξύ της κοιλάδας του Durance και των βουνών. Κάθησα κι εγώ σ' αυτό το σχετικά γρήγορο μέσο μεταφοράς. Πλέον δεν αναγνώριζα τα σημάδια στο τοπίο που ήξερα από τις προηγούμενες επισκέψεις μου. Το όνομα ενός χωριού με διαβεβαίωσε πώς πράγματι περνούσα από την ίδια περιοχή, άλλοτε τόσο ερειπωμένη κι έρημη. Το λεωφορείο με άφησε στο Vergons. Το 1913, αυτό το χωριουδάκι με τα 10 με 12 σπίτια είχε τρείς κατοίκους. Ήταν αγροίκοι που μισούσαν ο ένας τον άλλο, κι έβγαζαν το ψωμί τους παγιδεύοντας: Η ζωή τους ήταν απελπισία. Όλα είχαν αλλάξει. Ακόμα κι ο αέρας. Αντί για τις ξερές, άγριες ριπές που με υποδέχθηκαν κάποτε, υπήρχε μια ελαφριά αύρα, γεμάτη γλυκιές μυρωδιές. Ένας ήχος σαν τρεχούμενο νερό ερχόταν από τα υψώματα : ήταν ο ήχος του αέρα στα δέντρα. Και το πιό εκπληκτικό απ' όλα, άκουσα τον ήχο πραγματικού νερού που κυλούσε σε μια λιμνούλα. Είδα ότι έχτισαν ένα συντριβάνι, γεμάτο με νερό, κι αυτό που με άγγιξε περισσότερο ήταν οτι δίπλα είχαν φυτέψει μια φλαμουριά, ένα αναμφισβήτητο σύμβολο ανάστασης. Ακόμη, στο Vergons φάνηκαν σημάδια εργασιών για τις οποίες η ελπίδα ήταν απαραίτητη. Έτσι η ελπίδα ξαναγύρισε.Καθάρισαν τα ερείπια, έριξαν τους παλιούς τόιχους. Τα καινούργια σπίτια, φρεσκοβαμμένα, περιτρυγυρίζονταν από κήπους με οργιώδη βλάστηση αλλά σε τάξη, λαχανικά και λουλούδια, λάχανα και τριανταφυλλιές, πράσσα και σκυλάκια, σέλινο και ανεμώνες. Τώρα ήταν ένα μέρος που ο καθένας θα ήθελε να ζήσει. Από 'κεί συνέχισα με τα πόδια. Ο πόλεμος από τον οποίο μόλις είχαμε βγεί δεν αφάνισε τελείως τη ζωή, και τώρα ο Λάζαρος είχε βγεί από τον τάφο.Στις χαμηλότερες πλαγιές των βουνών, είδα μικρά χωράφια με κριθάρι και σίκαλη. Στις στενές κοιλάδες τα λειβάδια άρχιζαν να πρασινίζουν. Χρειάστηκε μόλις οκτώ χρόνια για όλη τη χώρα ν' ανθίσει εύκολα και μεγαλειωδώς. Στην περιοχή των ερειπίων που είδα το 1913, υπήρχαν τώρα καλοδιατηρημένες φάρμες, σημάδι μιας ευτυχισμένης και άνετης ζωής. Οι παλιές πηγές, γεμάτες από το νερό της βροχής και του χιονιού που τα δάση κρατούσαν, άρχισαν ξανά να ρέουν. Δίπλα σε κάθε φάρμα,μέσα σε άλση από σφενδάμι, οι λιμνούλες των συντριβανιών περιτρυγιρίζονταν από φρέσκια μέντα. Σιγά σιγά τα χωριά ξαναχτίστηκαν.Νέοι επαγγελματίες μετακόμισαν από τις πεδιάδες,όπου η γή είναι ακριβή, εγκαταστάθηκαν εδώ, φέρνωντας μαζί τους νιάτα, κίνηση και ένα πνεύμα περιπέτειας. Περπατώντας στους δρόμους θα συναντήσεις υγιέστατους άντρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια που ξέρουν να γελάνε, και αναβιώνουν τα παραδοσιακά πανηγύρια. Μετρώντας τους παλιούς κατοίκους, αγνώριστους πλέον από την ευζωία, μαζί με τους νεοαφιχθέντες, πάνω από δέκα χιλιάδες ανθρώπων χρωστούν την ευτυχία τους στον Elzéard Bouffier. Όταν συλλογίζομαι πώς ένας μόνο άνθρωπος, βασιζόμενος μόνο στους φυσικούς και ηθικούς του πόρους, ήταν ικανός να μετατρέψει μία έρημο σ' αυτη τη γη της Χαναάν, διαπιστώνω πώς πέρα απ΄όλα, η ανθρώπινη φύση είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Αλλά κι όταν σκέφτομαι τη σταθερότητα, το μεγαλείο της ψυχής και την ανιδιοτέλή αφιέρωση που είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί αυτή η μεταμόρφωση, γεμίζω μ' έναν τεράστιο σεβασμό γι' αυτόν τον γηραιό, αμόρφωτο χωρικό που ήξερε πως να φέρει είς πέρας ένα θεόπνευστο έργο. Ο Elzéard Bouffier πέθανε ήσυχα το 1947 στο άσυλο στη Banon.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου